- κολωνός
- Ονομασία με την οποία αναφέρονται τρεις αρχαίοι δήμοι της Αττικής.
Αγοραίος Κ. Πήρε την ονομασία του από τον λόφο που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αγοράς των Αθηνών, εκεί όπου είναι χτισμένο το Θησείο (ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς) και συγκεντρώνονταν οι ημερομίσθιοι εργάτες που αναζητούσαν εργασία.
Ίππιος Κ. Μικρός λόφος στην πεδιάδα του Κηφισού, 2 χλμ. από το Δίπυλον, ΒΔ των αρχαίων Αθηνών, στη σημερινή ομώνυμη συνοικία, τον οποίο περιγράφει ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, ως «τερπνότατον τόπον». Ο εκεί ναός του Ιππίου Ποσαδώνα και το ιερό των Ευμενίδων καταστράφηκαν το 265 π.Χ. από τον Αντίγονο τον Γονατά. Σε μεταγενέστερους χρόνους θεωρούσαν τον Ίππιο Κ. πατρίδα του Σοφοκλή, ο οποίος όμως φαίνεται ότι γεννήθηκε στον Αγοραίο Κ.
Κ. ο έτερος. Η τοποθεσία του τρίτου Κ., ο οποίος ήταν μικρός δήμος των Αθηνών, παραμένει άγνωστη.
* * *ο (AM κολωνός)1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του («ἐν κορυφῇσι ἑκάστου τοῦ κολωνοῦ», Ηρόδ.)2. ως κύριο όν. δήμος τής Αττικής («Οιδίπους ἐπὶ Κολωνῷ», Σοφ.)αρχ.1. σωρός («κολωνὸς λίθων», Ηρόδ.)2. φρ. «Κολωνὸς ἀγοραῑος» — λόφος που βρισκόταν στην αθηναϊκή αγορά και στον οποίο συγκεντρώνονταν και πληρώνονταν οι εργάτες.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κολώνη].
Dictionary of Greek. 2013.